ταμπούν

ταμπούν
το, Ν
χημ. φωσφορούχα οργανική ένωση, αιθυλεστέρας τού Ν, Ν - διμεθυλο - φωσφοραμιδο - κυανιδικού οξέος, τού οποίου είχε προταθεί η χρήση ως μέσου τού χημικού πολέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tabun < γερμ. Tabun].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλαιάνθρωποι — Ανθρωποειδή του μέσου πλειστόκαινου, το οποίο αντιστοιχεί στη μεσοπαγετώδη περίοδο Riss Wurrn και στις προχωρημένες φάσεις της τελευταίας εξάπλωσης των παγετώνων. Ο τυπικότερος αντιπρόσωπος των προϊστορικών αυτών ανθρώπων είναι ο άνθρωπος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”